οικονομετρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικονομετρικός < οικονομετρία
Επίθετο
[επεξεργασία]οικονομετρικός
- σχετικός με την οικονομετρία
- οικονομετρικός λογισμός
- οικονομετρικός έλεγχος
- οικονομετρική ανάλυση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικονομετρικός