οικονομισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικονομισμός οι οικονομισμοί
      γενική του οικονομισμού των οικονομισμών
    αιτιατική τον οικονομισμό τους οικονομισμούς
     κλητική οικονομισμέ οικονομισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικονομισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικονομισμός αρσενικό

  • {{Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στους

κόλπους του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, σε αντίθεση προς τον επαναστατικό μαρξισμό. Κατά τους θεωρητικούς του οικονομισμού, η εργατική τάξη έπρεπε να διεξάγει μόνο οικονομικούς αγώνες και όχι πολιτικούς.}}

Μεταφράσεις[επεξεργασία]