οικονομολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικονομολογία θηλυκό
- μελέτη του τομέα των οικονομικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικονομολογία
|