οικοπάρκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικοπάρκο τα οικοπάρκα
      γενική του οικοπάρκου των οικοπάρκων
    αιτιατική το οικοπάρκο τα οικοπάρκα
     κλητική οικοπάρκο οικοπάρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικοπάρκο < οικολογία + -ο- + πάρκο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecopark)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικοπάρκο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]