οικοστολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοστολή οι οικοστολές
      γενική της οικοστολής των οικοστολών
    αιτιατική την οικοστολή τις οικοστολές
     κλητική οικοστολή οικοστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικοστολή < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οἰκοστολή, από το 1871,[1] απόδοση για τη γαλλική livrée.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε οικο- + στολή.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ko.stoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο‐στο‐λή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικοστολή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 716, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)