οικοτουρίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοτουρίστας (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ecotourist < αρχαία ελληνική οἶκος + tourist (< tour < παλαιά γαλλικά tour / tourn < torner / tourner < λατινική tornare, απαρέμφατο τουtorno < tornus < αρχαία ελληνική τόρνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- στρίβω, συστρέφω, γυρίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοτουρίστας αρσενικό
- (νεολογισμός) ο τουρίστας που έχει σχέση με τον οικοτουρισμό
- ※ Η θέση ότι ο οικοτουρισμός είναι δραστηριότητα φιλική προς το περιβάλλον βασίζεται στο γεγονός ότι οι οικοτουρίστες επισκέπτονται μια περιοχή σε μικρές ομάδες, οργανωμένα, και επιπλέον είναι άτομα ευαισθητοποιημένα ως προς το περιβάλλον. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις οικοτουρισμός, οίκος, τουρίστας και τόρνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοτουρίστας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)