οικοφύλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοφύλαξ < αρχαία ελληνική οἰκοφύλαξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοφύλαξ αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) ο φύλακας του οίκου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοφύλαξ