οικοϋδραυλική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοϋδραυλική οι οικοϋδραυλικές
      γενική της οικοϋδραυλικής των οικοϋδραυλικών
    αιτιατική την οικοϋδραυλική τις οικοϋδραυλικές
     κλητική οικοϋδραυλική οικοϋδραυλικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικοϋδραυλική < οικο- + υδραυλική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecohydraulics)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικοϋδραυλική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]