Μετάβαση στο περιεχόμενο

οικόσημο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικόσημο τα οικόσημα
      γενική του οικόσημου
& οικοσήμου
των οικόσημων
& οικοσήμων
    αιτιατική το οικόσημο τα οικόσημα
     κλητική οικόσημο οικόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικόσημο < οίκος + σήμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈko.si.mo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικόσημο ουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]