οινογνωσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινογνωσία οι οινογνωσίες
      γενική της οινογνωσίας των οινογνωσιών
    αιτιατική την οινογνωσία τις οινογνωσίες
     κλητική οινογνωσία οινογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σεμινάριο οινογνωσίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οινογνωσία < οινο- + -γνωσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οινογνωσία θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]