οινογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οινογνωσία < οινο- + -γνωσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινογνωσία θηλυκό
- (αμπελουργία) η γνώσεις σχετικά με τον οίνου (παραγωγή, διατήρηση - φύλαξη, μέχρι και τη διάθεση και κατανάλωσή του)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οινο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γνωσία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αμπελουργία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)