οιστρηλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οιστρηλασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰστρηλασία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.stɾi.laˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐στρη‐λα‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οιστρηλασία θηλυκό
- η ενέργεια του οιστρηλατώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οιστρηλασία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)