οκάπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκάπι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οκάπι ουδέτερο άκλιτο και οκαπία και οκάπια
- (θηλαστικό ζώο) αρτιοδάκτυλο θηλαστικό, συγγενές με την καμηλοπάρδαλη