ολάρφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολάρφανος, -η, -ο
- ορφανός και τελείως μόνος και απροστάτευτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολάρφανος
|