ολάρφανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολάρφανος η ολάρφανη το ολάρφανο
      γενική του ολάρφανου της ολάρφανης του ολάρφανου
    αιτιατική τον ολάρφανο την ολάρφανη το ολάρφανο
     κλητική ολάρφανε ολάρφανη ολάρφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολάρφανοι οι ολάρφανες τα ολάρφανα
      γενική των ολάρφανων των ολάρφανων των ολάρφανων
    αιτιατική τους ολάρφανους τις ολάρφανες τα ολάρφανα
     κλητική ολάρφανοι ολάρφανες ολάρφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολάρφανος < όλος + ορφανός (με συνδετικό φωνήεν το α)

Επίθετο[επεξεργασία]

ολάρφανος, -η, -ο

  • ορφανός και τελείως μόνος και απροστάτευτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]