ολιγοκαρπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοκαρπία < ὀλιγόκαρπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοκαρπία θηλυκό
- το φαινόμενο ένα δέντρο να μην παράγει τον φυσιολογικό αριθμό καρπών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοκαρπία
|