ολιγοκαρπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγοκαρπία οι ολιγοκαρπίες
      γενική της ολιγοκαρπίας των ολιγοκαρπιών
    αιτιατική την ολιγοκαρπία τις ολιγοκαρπίες
     κλητική ολιγοκαρπία ολιγοκαρπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγοκαρπία < ὀλιγόκαρπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολιγοκαρπία θηλυκό

  • το φαινόμενο ένα δέντρο να μην παράγει τον φυσιολογικό αριθμό καρπών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]