ολιγομελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγομελής η ολιγομελής το ολιγομελές
      γενική του ολιγομελούς* της ολιγομελούς του ολιγομελούς
    αιτιατική τον ολιγομελή την ολιγομελή το ολιγομελές
     κλητική ολιγομελή(ς) ολιγομελής ολιγομελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγομελείς οι ολιγομελείς τα ολιγομελή
      γενική των ολιγομελών των ολιγομελών των ολιγομελών
    αιτιατική τους ολιγομελείς τις ολιγομελείς τα ολιγομελή
     κλητική ολιγομελείς ολιγομελείς ολιγομελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγομελής < ολιγο- + -μελής

Επίθετο[επεξεργασία]

ολιγομελής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από λίγα μέλη
    ολιγομελής παρέα, ολιγομελή φροντιστηριακά τμήματα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]