ολιγοπράγμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολιγοπράγμων & ολιγοπράγμονας |
η | ολιγοπράγμων | το | ολιγοπράγμον |
γενική | του | ολιγοπράγμονος & ολιγοπράγμονα |
της | ολιγοπράγμονος | του | ολιγοπράγμονος |
αιτιατική | τον | ολιγοπράγμονα | την | ολιγοπράγμονα | το | ολιγοπράγμον |
κλητική | ολιγοπράγμων & ολιγοπράγμονα |
ολιγοπράγμων | ολιγοπράγμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολιγοπράγμονες | οι | ολιγοπράγμονες | τα | ολιγοπράγμονα |
γενική | των | ολιγοπραγμόνων | των | ολιγοπραγμόνων | των | ολιγοπραγμόνων |
αιτιατική | τους | ολιγοπράγμονες | τις | ολιγοπράγμονες | τα | ολιγοπράγμονα |
κλητική | ολιγοπράγμονες | ολιγοπράγμονες | ολιγοπράγμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοπράγμων < ελληνιστική κοινή ὀλιγοπράγμων < αρχαία ελληνική ὀλίγος + πράττω
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγοπράγμων
- (λόγιο) που ασχολείται με λίγα πράγματα ή (γενικότερα) δεν έχει ενδιαφέροντα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολιγοπραγμοσύνη
- → δείτε τις λέξεις λίγος και πράττω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοπράγμων
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρων' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)