ολιγοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοφαγία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοφαγία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + φαγεῖν. Συγχρονικά αναλύεται σε ολιγο- + -φαγία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοφαγία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ολιγοφάγου· το να μην τρώει κανείς πολύ φαγητό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις λίγος, φαγητό και τρώω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοφαγία
Πηγές[επεξεργασία]
- «ὀλιγοφαγία» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολιγο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)