ολιγοχρηματία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοχρηματία < ολιγοχρήματος + -ία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοχρήματος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοχρηματία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η κατάσταση του ολιγοχρήματου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοχρηματία
|