ολιγόκαρπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγόκαρπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀλιγόκαρπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολιγο- + καρπ(ός) + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόκαρπος, -η, -ο [1]
- (λόγιο, γεωπονία) το δέντρο που παράγει λίγους καρπούς είτε επειδή αυτή είναι η ποικιλία του είτε επειδή πάσχει από αρρώστια είτε και για άλλους λόγους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόκαρπος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολιγο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)