ολικός παγετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ολικός παγετός | οι | ολικοί παγετοί |
γενική | του | ολικού παγετού | των | ολικών παγετών |
αιτιατική | τον | ολικό παγετό | τους | ολικούς παγετούς |
κλητική | ολικέ παγετέ | ολικοί παγετοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολικός παγετός αρσενικό
- (μετεωρολογία) φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία αέρος μιας περιοχής δεν υπερβαίνει το 0 σε όλη τη διάρκεια της ημέρας[1]
- ※ Οι ισχυρές χιονοπτώσεις δεν θα υποχωρήσουν πριν από το απόγευμα, οπότε θα περιοριστούν στη Βόρεια Κρήτη και θα εξασθενήσουν, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας θα επικρατήσει ολικός παγετός.
- Λίνα Γιάνναρου, Ρεκόρ εκατό ετών στις θερμοκρασίες, Η Καθημερινή, 24 Φεβρουαρίου 2004
- ※ Οι ισχυρές χιονοπτώσεις δεν θα υποχωρήσουν πριν από το απόγευμα, οπότε θα περιοριστούν στη Βόρεια Κρήτη και θα εξασθενήσουν, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας θα επικρατήσει ολικός παγετός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολικός παγετός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)