ολισθηρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολισθηρότητα < ὀλισθηρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολισθηρότητα θηλυκό (ο πληθυντικός δύσχρηστος)
- η ιδιότητα του ολισθηρού, η ιδιότητα μιας επιφάνειας να είναι λεία και σαν γυαλί ή επιστρωμένη με λιπαρή ουσία και να κάνει οχήματα ή πεζούς να γλιστρούν, να ολισθαίνουν επάνω της
- η ολισθηρότητα του οδοστρώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολισθηρότητα