ολκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὁλκός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολκός < αρχαία ελληνική ὁλκός < ἕλκω < *ϝέλκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /olˈkos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολκός αρσενικό

  1. (λόγιο) η έλξη, η έλκυση
  2. (συνεκδοχικά) αυλάκι (που έχει σχηματιστεί από κάτι που σύρθηκε)
     συνώνυμα: αυλακιά, χαρακιά, συρμή
  3. δοκός σε επικλινή επιφάνεια, χρήσιμη για την καθέλκυση ή ανέλκυση ενός πλοίου
  4. σύστημα μηχανής συρματοποίησης με οπές απ’ όπου διέρχονται μεταλλικές ράβδοι και στη συνέχεια μετατρέπονται σε σύρματα
  5. (ναυτικός όρος) σχοινί που χρησιμεύει στη στρέψη ενός ιστίου
  6. σύστημα που χρησιμεύει στη στρέψη κάποιου πράγματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]