ολκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολκός < αρχαία ελληνική ὁλκός < ἕλκω < *ϝέλκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολκός αρσενικό
- (λόγιο) η έλξη, η έλκυση
- (συνεκδοχικά) αυλάκι (που έχει σχηματιστεί από κάτι που σύρθηκε)
- δοκός σε επικλινή επιφάνεια, χρήσιμη για την καθέλκυση ή ανέλκυση ενός πλοίου
- σύστημα μηχανής συρματοποίησης με οπές απ’ όπου διέρχονται μεταλλικές ράβδοι και στη συνέχεια μετατρέπονται σε σύρματα
- (ναυτικός όρος) σχοινί που χρησιμεύει στη στρέψη ενός ιστίου
- σύστημα που χρησιμεύει στη στρέψη κάποιου πράγματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολκός
|