ολοζώντανα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοζώντανα < ολοζώνταν(ος) + -α
Επίθετο[επεξεργασία]
ολοζώντανα
- με ολοζώντανο τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολοζώντανος
- → δείτε τις λέξεις όλος, ζωντανός και ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοζώντανα
|