ολοκαίνουριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολοκαίνουριος < ολο- + καινούριος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.loˈce.nuɾ.ʝos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐καί‐νου‐ριος
- ομόηχο: ολοκαίνουργιος
Επίθετο
[επεξεργασία]ολοκαίνουριος, -α, -ο / ολοκαίνουργιος, -α, -ο
- (επιτατικό επίθετο) τελείως καινούριος και αμεταχείριστος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- Για τη γραφή ολοκαίνουργιος, δείτε καινούριος / καινούργιος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)