ολοκαύτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολοκαύτωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁλοκαύτωμα (θυσία που καίγεται ολόκληρη), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική holocauste ή αγγλική holocaust < λατινική holocaustum < ελληνιστική κοινή ὁλόκαυστος/ὁλόκαυτος [1] < ὁλοκαυτέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.loˈka.fto.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐καύ‐τω‐μα
Ουσιαστικό
ολοκαύτωμα ουδέτερο
- κάτι που καίγεται ολοκληρωτικά
- (μεταφορικά) η θυσία για το κοινό καλό
- (ιστορία) η γενοκτονία των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
- (κατ’ επέκταση) φοβερή καταστροφή, μαζικοί θάνατοι
Μεταφράσεις
ολοκαύτωμα
Αναφορές
- ↑ ολοκαύτωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)