ολοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολοκρατία θηλυκό
- σύστημα διοίκησης και οργάνωσης στο οποίο η εξουσία λήψης αποφάσεων κατανέμεται οριζόντια και όχι ιεραρχικά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ολοκρατία στη Βικιπαίδεια