ολομέτωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολομέτωπος, -η, -ο
- που διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα
- ολομέτωπος αγώνας, ολομέτωπη επίθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολομέτωπος
|