ολονυχτίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολονυχτίς
- όλη τη νύχτα
- Aμερικανική Γερουσία: Ολημερίς και ολονυχτίς συνεδριάζει για το χρέος (από άρθρο στο kerdos.gr, 18 Ιουλίου 2011)
- Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα (Ν. Καββαδίας, Εσμεράλδα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολονυχτίς
|