ολοχρονίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοχρονίς < φράση όλ(ος) + -ο- + χρόν(ος) + -ίς (δείτε και αρχαία ελληνική ὁλοχρόνιος)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολοχρονίς
- (λογοτεχνικό)
- καθ' όλη τη διάρκεια της χρονιάς
- ※ Τώρα, μένει στο κτήμα ολοχρονίς και σπάνια έρχεται στην πόλη. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- συνεχώς
- καθ' όλη τη διάρκεια της χρονιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοχρονίς
|