ολοψύχως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοψύχως < ελληνιστική κοινή ὁλοψύχως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολοψύχως
- (λόγιο) άλλη μορφή του ολόψυχα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοψύχως
|