ολυμπιάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολυμπιάδα < αρχαία ελληνική Ὀλυμπιάς, θηλυκό του Ὀλύμπιος < Ὄλυμπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολυμπιάδα θηλυκό
- (αθλητισμός) η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων μιας συγκεκριμένης χρονιάς
- (στην αρχαιότητα) το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών που μεσολαβούσε μεταξύ δύο διοργανώσεων των πανελληνίων αγώνων στην Ολυμπία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Όλυμπος