ολυνθιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολυνθιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ολυνθιακός
- σχετικός με την Όλυνθο
- ο καθένας από τους τρεις λόγους του Αθηναίου ρήτορα Δημοσθένη με τους οποίους προσπάθησε να πείσει τους συμπολίτες του να συνδράμουν την πόλη της Ολύνθου στον πόλεμο με το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολυνθιακός
|