ολυνθιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολυνθιακός η ολυνθιακή το ολυνθιακό
      γενική του ολυνθιακού της ολυνθιακής του ολυνθιακού
    αιτιατική τον ολυνθιακό την ολυνθιακή το ολυνθιακό
     κλητική ολυνθιακέ ολυνθιακή ολυνθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολυνθιακοί οι ολυνθιακές τα ολυνθιακά
      γενική των ολυνθιακών των ολυνθιακών των ολυνθιακών
    αιτιατική τους ολυνθιακούς τις ολυνθιακές τα ολυνθιακά
     κλητική ολυνθιακοί ολυνθιακές ολυνθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολυνθιακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ολυνθιακός

  1. σχετικός με την Όλυνθο
    • ο καθένας από τους τρεις λόγους του Αθηναίου ρήτορα Δημοσθένη με τους οποίους προσπάθησε να πείσει τους συμπολίτες του να συνδράμουν την πόλη της Ολύνθου στον πόλεμο με το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]