ολόγερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόγερος η ολόγερη το ολόγερο
      γενική του ολόγερου της ολόγερης του ολόγερου
    αιτιατική τον ολόγερο την ολόγερη το ολόγερο
     κλητική ολόγερε ολόγερη ολόγερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόγεροι οι ολόγερες τα ολόγερα
      γενική των ολόγερων των ολόγερων των ολόγερων
    αιτιατική τους ολόγερους τις ολόγερες τα ολόγερα
     κλητική ολόγεροι ολόγερες ολόγερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολόγερος < ολό- + γερός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈlo.ʝe.ɾos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ολόγερος

  1. πάρα πολύ γερός, που δεν έχει καμία βλάβη
     συνώνυμα: κατάγερος
  2. πολύ υγιής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]