ολόγιομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολόγιομος < μεσαιωνική ελληνική ὁλόγεμος < αρχαία ελληνική ὅλος + γέμω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈlo.ʝo.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ολόγιομος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που είναι τελείως γεμάτος
- ολόγιομο φεγγάρι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολόγιομος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολό- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)