ολόσωμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόσωμης η ολόσωμα το ολόσωμικο
      γενική του ολόσωμη της ολόσωμας του ολόσωμικου
    αιτιατική τον ολόσωμη την ολόσωμα το ολόσωμικο
     κλητική ολόσωμη ολόσωμα ολόσωμικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόσωμηδες οι ολόσωμες τα ολόσωμικα
      γενική των ολόσωμηδων των ολόσωμικων
    αιτιατική τους ολόσωμηδες τις ολόσωμες τα ολόσωμικα
     κλητική ολόσωμηδες ολόσωμες ολόσωμικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολόσωμος < ελληνιστική κοινή ὁλόσωμος, μορφολογικά αναλύεται ολό- + -σωμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ολόσωμος, -η, -ο

  1. που δείχνει ολόκληρο το σώμα και όχι μόνο ένα μέρος του
    ολόσωμη φωτογραφία
  2. που καλύπτει ολόκληρο τον κορμό
    ολόσωμο μαγιό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]