ομάδα αίματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ομάδα αίματος θηλυκό
- ταξινόμηση του αίματος που βασίζεται στην παρουσία ή απουσία αντιγονικών συστατικών στην επιφάνεια των ερυθρών κυττάρων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομάδα αίματος