ομαδοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομαδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομαδοποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ομαδοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ομαδοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομαδοποιημένος
|