ομαδοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομαδοποιώ < ομάδα + -ο- + ποιώ ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) grouper)

Ρήμα[επεξεργασία]

ομαδοποιώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]