ομαλοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομαλοποιώ < ομαλός + -ποιώ

ομαλοποιώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη εξομαλύνω