ομβριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομβριακός < ελληνιστική κοινή ὀμβρικός < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɱ.vɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ομ‐βρι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ομβριακός, -ή, -ό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του όμβριος
- Οι μονάδες επεξεργασίας λυμάτων λαμβάνουν νερό από τα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τα ομβριακά νερά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Ομβριακή (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομβριακός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)