ομβροδέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομβροδέκτης < (ελληνιστική κοινή) ὀμβροδέκτης < ὄμβρος + δέκτης (<δέχομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομβροδέκτης αρσενικό