ομερτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομερτά < (άμεσο δάνειο) ιταλική omertà,[1] διαλεκτική μορφή του umiltà[1] (ταπεινοφροσύνη) < λατινική humilitas[1] < humilis < humusιταλική omertà < ισπανική hombredad[1] < hombre < λατινική homo)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομερτά θηλυκό άκλιτο

  1. ο κώδικας σιωπής που επιβάλλεται στα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης (π.χ. μαφίας), που απαγορεύει την αποκάλυψη εμπιστευτικών μυστικών σε αστυνομικές ή άλλες αρχές
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοσδήποτε κώδικας σιωπής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.