ομιλημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομιλημένος η ομιλημένη το ομιλημένο
      γενική του ομιλημένου της ομιλημένης του ομιλημένου
    αιτιατική τον ομιλημένο την ομιλημένη το ομιλημένο
     κλητική ομιλημένε ομιλημένη ομιλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομιλημένοι οι ομιλημένες τα ομιλημένα
      γενική των ομιλημένων των ομιλημένων των ομιλημένων
    αιτιατική τους ομιλημένους τις ομιλημένες τα ομιλημένα
     κλητική ομιλημένοι ομιλημένες ομιλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομιλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομιλώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ομιλημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]