ομιλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ομιλητής | οι | ομιλητές |
γενική | του | ομιλητή | των | ομιλητών |
αιτιατική | τον | ομιλητή | τους | ομιλητές |
κλητική | ομιλητή | ομιλητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομιλητής < ομιλώ + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orateur[1] [2] [3] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Redner[1] [2] [3])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.mi.liˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μι‐λη‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομιλητής αρσενικό (θηλυκό ομιλήτρια)
- αυτός που μιλάει
- φυσικός ομιλητής: αυτός που έχει μια γλώσσα για μητρική του
- αυτός που εκφωνεί ένα λόγο, μια ομιλία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ομιλητική
- ομιλητικός
- ομιλητικότητα
- ομιλήτρια
- → δείτε τη λέξη μιλώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομιλητής
φυσικός ομιλητής
αυτός που εκφωνεί μια ομιλία
- ↑ 1,0 1,1 ομιλητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ομιλητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)