ομιλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομιλώ < (ελληνιστική κοινή) ὁμιλῶ < αρχαία ελληνική ὁμιλέω
Ρήμα
[επεξεργασία]ομιλώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του μιλώ
Δείτε επίσης : ὁμιλῶ |
ομιλώ