ομογάστριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομογάστριος < αρχαία ελληνική ὁμογάστριος < ὁμός + γαστήρ
Επίθετο[επεξεργασία]
ομογάστριος, -α, -ο
- που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομογάστριος
|