ομοεθνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοεθνία < αρχαία ελληνική ὁμοεθνία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοεθνία θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- γλωσσική ομοεθνία: (γλωσσολογία) ένα σύνολο από γλώσσες συγγενικές μεταξύ τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοεθνία
|