ομοιοκαταληκτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοκαταληκτώ < (ελληνιστική κοινή) ὁμοιοκαταληκτῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ομοιοκαταληκτώ
- έχω την ίδια κατάληξη με κάτι άλλο, σχηματίζω ομοιοκαταληξία
- το "αέρας" ομοιοκαταληκτεί με το "πατέρας"