ομοιοπαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομοιοπαθής | η | ομοιοπαθής | το | ομοιοπαθές |
γενική | του | ομοιοπαθούς* | της | ομοιοπαθούς | του | ομοιοπαθούς |
αιτιατική | τον | ομοιοπαθή | την | ομοιοπαθή | το | ομοιοπαθές |
κλητική | ομοιοπαθή(ς) | ομοιοπαθής | ομοιοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομοιοπαθείς | οι | ομοιοπαθείς | τα | ομοιοπαθή |
γενική | των | ομοιοπαθών | των | ομοιοπαθών | των | ομοιοπαθών |
αιτιατική | τους | ομοιοπαθείς | τις | ομοιοπαθείς | τα | ομοιοπαθή |
κλητική | ομοιοπαθείς | ομοιοπαθείς | ομοιοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοπαθής < αρχαία ελληνική ὁμοιοπαθής
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιοπαθής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοπαθής
|