ομοιοπολικός δεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ομοιοπολικός δεσμός | οι | ομοιοπολικοί δεσμοί |
γενική | του | ομοιοπολικού δεσμού | των | ομοιοπολικών δεσμών |
αιτιατική | τον | ομοιοπολικό δεσμό | τους | ομοιοπολικούς δεσμούς |
κλητική | ομοιοπολικέ δεσμέ | ομοιοπολικοί δεσμοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοπολικός δεσμός < ομοιοπολικός & δεσμός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ομοιοπολικός δεσμός αρσενικό
- (χημεία) χημικός δεσμός μεταξύ δυο ατόμων, στον οποίο το άτομα μοιράζονται ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοπολικός δεσμός