ομοιοπολικός δεσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοιοπολικός δεσμός οι ομοιοπολικοί δεσμοί
      γενική του ομοιοπολικού δεσμού των ομοιοπολικών δεσμών
    αιτιατική τον ομοιοπολικό δεσμό τους ομοιοπολικούς δεσμούς
     κλητική ομοιοπολικέ δεσμέ ομοιοπολικοί δεσμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δημιουργία ομοιοπολικού δεσμού μεταξύ δύο ατόμων χλωρίου (Cl) και σχηματίζουν διχλωρίνη (Cl2). Εδώ μοιράζονται δύο ηλεκτρόνια.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοιοπολικός δεσμός < ομοιοπολικός & δεσμός

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ομοιοπολικός δεσμός αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]